latence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
latence | latences |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]latence (fr) θηλυκό
- λανθάνουσα κατάσταση
ενικός | πληθυντικός |
latence | latences |
latence (fr) θηλυκό