lash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: lush

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lash lashes

lash (en)

  1. η άκρη του μαστιγίου
  2. χτύπημα με το μαστίγιο
ενεστώτας lash
γ΄ ενικό ενεστώτα lashes
αόριστος lashed
παθητική μετοχή lashed
ενεργητική μετοχή lashing

lash (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]