lash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lash | lashes |
lash (en)
- η άκρη του μαστιγίου
- χτύπημα με το μαστίγιο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | lash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lashes |
αόριστος | lashed |
παθητική μετοχή | lashed |
ενεργητική μετοχή | lashing |
lash (en)