lampo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lampo < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lampo | lampoj |
αιτιατική | lampon | lampojn |
lampo (eo)
- η λάμπα
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (μετεωρολογία) η αστραπή
Πηγές
[επεξεργασία]- lampo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).