kurva

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kurva (sq) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kurva (hu) θηλυκό

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

kurva (hu)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kurva (sr) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kurva (sk) θηλυκό

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

kurva (sk)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kurva (cs) θηλυκό

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

kurva (cs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kurva (fi)