kreado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kreado < kre -ad- -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kreado kreadoj
αιτιατική kreadon kreadojn

kreado (eo)

kreado de strategioj por solvi problemojn, δημιουργία στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων