kran

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Kran

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kran (da)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /krãn/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kran (pl) αρσενικό

  1. η βρύση
  2. ο κινηματογραφικός γερανός
  3. (ειδικό, τεχνικό) ο γερανός (το μηχάνημα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]