konduktor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

konduktor < γερμανική Konduktor < γαλλική conducteur

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃nˈduktɔr/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

konduktor (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]