koc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔt͡s̑/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

koc (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]