knock about
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | knock about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks about |
αόριστος | knocked about |
παθητική μετοχή | knocked about |
ενεργητική μετοχή | knocking about |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]knock about (en)