kestoŝranko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kestoŝranko | kestoŝrankoj |
αιτιατική | kestoŝrankon | kestoŝrankojn |
kestoŝranko (eo)
- ο μπουφές