kapelusz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈpɛluʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kapelusz (pl) αρσενικό

  1. το καπέλο ως:
    εξάρτημα ενδυμασίας
    επάνω τμήμα των μανιταριών

Συγγενικά

[επεξεργασία]