kalkan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kalkan < παλαιοτουρκική kalkan, kalkaŋ < πρωτοτουρκική kalkan

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kalkan (tr)

  1. η ασπίδα
  2. (ψάρι, λαϊκότροπο) το καλκάνι