jut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας jut
γ΄ ενικό ενεστώτα juts
αόριστος jutted
παθητική μετοχή jutted
ενεργητική μετοχή jutting

jut (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • προεξέχω, προχωρώ μέσα
    The balcony jutted out over the street.
    Το μπαλκόνι προεξείχε πάνω από το δρόμο.
    A pier juts out into the sea.
    Μια αποβάθρα προχωρεί στη θάλασσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη protrude