journalist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
journalist | journalists |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]journalist (en)
- (επάγγελμα) ο/η δημοσιογράφος
ενικός | πληθυντικός |
journalist | journalists |
journalist (en)