jota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jota (pl) θηλυκό

  • το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: ιώτα