joke
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
joke | jokes |
joke (en)
- το αστείο, η πλάκα, κάτι που λέω ή κάνω για να κάνω τον κόσμο να γελάσει
- ⮡ That’s a good joke/That's a good one!
- Ωραίο αστείο αυτό!
- ⮡ Where’s the joke?
- Πού βλέπεις το αστείο;
- ⮡ I don’t see/get the joke.
- Δεν βλέπω πού είναι το αστείο.
- ⮡ I am not making a joke.
- Δεν κάνω πλάκα.
- ⮡ They threw him in the water as a joke.
- Τον έριξαν στο νερό για πλάκα.
- ⮡ That’s a good joke/That's a good one!
- (μόνο ενικός, ανεπίσημο) κάτι αστείος, ένα άτομο, πράγμα ή κατάσταση που είναι ανόητο ή ενοχλητικό και δεν μπορεί να αντιδράσει σοβαρά
- ⮡ Compared to his difficulties, mine seem like a joke.
- Απέναντι στις δικές του δυσκολίες οι δικές μου φαίνονται αστείες.
- ⮡ Compared to his difficulties, mine seem like a joke.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | joke |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jokes |
αόριστος | joked |
παθητική μετοχή | joked |
ενεργητική μετοχή | joking |
joke (en)
- (αμετάβατο) αστειεύομαι, λέω αστείο, κάνω πλάκα, λέω κάτι που δεν είναι αλήθεια γιατί το θεωρώ αστείο
Πηγές
[επεξεργασία]- joke (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- joke (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 132, 708. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:joke"> , λήμμα: αστειεύομαι, αστείο, πλάκα