joke

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʒəʊk/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /dʒoʊk/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
joke jokes

joke (en)

  1. το αστείο, η πλάκα, κάτι που λέω ή κάνω για να κάνω τον κόσμο να γελάσει
    ⮡  That’s a good joke/That's a good one!
    Ωραίο αστείο αυτό!
    ⮡  Where’s the joke?
    Πού βλέπεις το αστείο;
    ⮡  I don’t see/get the joke.
    Δεν βλέπω πού είναι το αστείο.
    ⮡  I am not making a joke.
    Δεν κάνω πλάκα.
    ⮡  They threw him in the water as a joke.
    Τον έριξαν στο νερό για πλάκα.
  2. (μόνο ενικός, ανεπίσημο) κάτι αστείος, ένα άτομο, πράγμα ή κατάσταση που είναι ανόητο ή ενοχλητικό και δεν μπορεί να αντιδράσει σοβαρά
    ⮡  Compared to his difficulties, mine seem like a joke.
    Απέναντι στις δικές του δυσκολίες οι δικές μου φαίνονται αστείες.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας joke
γ΄ ενικό ενεστώτα jokes
αόριστος joked
παθητική μετοχή joked
ενεργητική μετοχή joking

joke (en)

  • (αμετάβατο) αστειεύομαι, λέω αστείο, κάνω πλάκα, λέω κάτι που δεν είναι αλήθεια γιατί το θεωρώ αστείο
    ⮡  I was joking, I was not serious.
    Αστειευόμουνα, δεν σοβαρολογούσα.
    ⮡  I joke with someone.
    Λέω αστείο με κάποιον.
    ⮡  I am not joking.
    Δεν κάνω πλάκα.
     συνώνυμα:  jest και kid