itch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
itch | itches |
itch (en)
- η φαγούρα
- ↪ She feels an itch on her face.
- Αυτή νιώθει φαγούρα στο πρόσωπό της.
- ↪ She feels an itch on her face.
- η λαχτάρα, η έντονη επιθυμία
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | itch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | itches |
αόριστος | itched |
παθητική μετοχή | itched |
ενεργητική μετοχή | itching |
itch (en)