interfere
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | interfere |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interferes |
αόριστος | interfered |
παθητική μετοχή | interfered |
ενεργητική μετοχή | interfering |
Ρήμα
[επεξεργασία]interfere (en)