insto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
insto < in sto

insto (la) (īnstō1, īnstitī, īnstātum (μτχ. μελλ.: instaturus), īnstāre)