initiative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
initiative initiatives

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

initiative (en)

  1. (μετρήσιμο) η πρωτοβουλία, ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου προβλήματος ή για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού
    ⮡  The Secretary General of the UN undertook a peace initiative in the Middle East.
    Ο Γενικός Γραμματέας του ΟHΕ ανέλαβε ειρηνευτική πρωτοβουλία στη Mέση Aνατολή.
    ⮡  Such nice initiatives should be supported.
    Tέτοιες ωραίες πρωτοβουλίες πρέπει να υποστηρίζονται.
  2. (μη μετρήσιμο) η πρωτοβουλία, η ικανότητα που έχω να αποφασίζω και να ενεργώ μόνος μου
    ⮡  I have initiative/I lack initiative.
    Έχω πρωτοβουλία/Στερούμαι πρωτοβουλίας.
    ⮡  I show/display initiative.
    Δείχνω πρωτοβουλία.
    ⮡  He took the initiative to organize a celebration.
    Πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει μια γιορτή.



      ενικός         πληθυντικός  
initiative initiatives

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

initiative (fr) θηλυκό

  1. η πρωτοβουλία