inductor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
inductor inductors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inductor (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • inductor στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια