incroyable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.kʁwa.jabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
incroyable incroyables

incroyable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απίστευτος
  2. πρωτάκουστος
  3. απίθανος