incidental
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]incidental (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
incidental | incidentais |
incidental (pt) αρσενικό ή θηλυκό