in between

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in between < → δείτε τις λέξεις in και between

Επίρρημα

[επεξεργασία]

in between (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ενδιάμεσα, ενδιάμεσος, στον χώρο ή στο χρονικό διάστημα που χωρίζει δύο ή περισσότερα σημεία, αντικείμενα κτλ. ή δύο ημερομηνίες, γεγονότα κτλ.
    ⮡  In addition to his visit to Belgium and Italy, the prime minister will also visit France in between.
    Εκτός από την επίσκεψή του στο Βέλγιο και την Ιταλία, ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί ενδιάμεσα και τη Γαλλία.
    ⮡  The time in between will be devoted to studying.
    Ο ενδιάμεσος χρόνος θα αφιερωθεί σε μελέτη.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]