immediate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | immediate |
συγκριτικός | more immediate |
υπερθετικός | most immediate |
Επίθετο
[επεξεργασία]immediate (en)
Δείτε επίσης : immédiate |
παραθετικά | |
θετικός | immediate |
συγκριτικός | more immediate |
υπερθετικός | most immediate |
immediate (en)