iench
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
iench | iench |
iench (fr) αρσενικό άκλιτο
- χρησιμοποιείται σε αρνητικές ή ειρωνικές εκφράσεις
- mon employeur me traite comme un iench - το αφεντικό μου μου φέρεται σαν να ήμουν σκύλος
- ziva, ne me laisse pas en iench ! - έλα, πού πας, μη μ' αφήνεις έτσι!