hunter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hunter (en)
- ο κυνηγός
- το κυνηγόσκυλο
- το άλογο που ιππεύεται σε κυνήγι
- αυτός που ψάχνει να βρει κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη hunt