hunt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]hunt (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hunt (en)
- το κυνήγι (η ενέργεια, η κυνηγετική εξόρμηση)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hunt (et)