humoristique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /y.mɔ.ʁis.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
humoristique humoristiques

humoristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό