hover
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hover | hovers |
hover (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hovers |
αόριστος | hovered |
παθητική μετοχή | hovered |
ενεργητική μετοχή | hovering |
hover (en)
- αιωρούμαι
- ↪ Blacks clouds hover in the sky.
- Mαύρα σύννεφα αιωρούνται στον ουρανό.
- ↪ Blacks clouds hover in the sky.