hospitalisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hospitalisation (en) (μη μετρήσιμο)
- (βρετανικά αγγλικά) η νοσηλεία, η νοσοκομειακή περίθαλψη, εισαγωγή στο νοσοκομείο
- ⮡ He is in need of hospitalisation.
- Έχει ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη.
- ⮡ He is in need of hospitalisation.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- hospitalization - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 685. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:hospitalisation"> , λήμμα: περίθαλψη
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hospitalisation | hospitalisations |
hospitalisation (fr) θηλυκό
- η εισαγωγή στο νοσοκομείο
- η νοσηλεία