homme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
homme | hommes |
homme (fr) αρσενικό (θηλυκό femme)
ενικός | πληθυντικός |
homme | hommes |
homme (fr) αρσενικό (θηλυκό femme)