homeland
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
homeland | homelands |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]homeland (en)
- η πατρίδα
- ↪ He wrote a short history on his particular homeland.
- Έγραψε μια σύντομη ιστορία της ιδιαίτερής του πατρίδας.
- ↪ He wrote a short history on his particular homeland.