holder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]holder (en)
- θήκη, βάση, στήριγμα πάνω ή μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι ή που χρησιμοποιείται για να κρατήσει κανείς κάτι
- cup holder, candle holder, business card holder, umbrella holder, paper towel holder
- κάτοχος, αυτός του οποίου κάτι ανήκει
- ticket holder, holder of company stock, holder of the world record
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- holder of the keys (to something): αυτός που ελέγχει πρόσβαση σε κάτι ή που ασκεί εξουσία πάνω σε ένα θέμα