hold it

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hold it < → δείτε τις λέξεις hold και it

hold it (en)

  • (προστακτικό) σταματώ αυτό που κάνω (κίνηση, ομιλία, κλπ.)
    Hold it! Stop doing this! - στάσου, σταμάτα αυτό που κάνεις