hap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- hap < μέση αγγλική hap / happe
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hap
- απρόσμενο περιστατικό, ξαφνικό συμβάν
Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hap (tr)
- το χάπι