hand out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: handout
ενεστώτας hand out
γ΄ ενικό ενεστώτα hands out
αόριστος handed out
παθητική μετοχή handed out
ενεργητική μετοχή handing out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hand out < → δείτε τις λέξεις hand και out

hand out (en)

  • μοιράζω
    Whenever you hand out sweets, you always miss me.
    Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
    She was handing out free cosmetic samples.
    Μοίραζε δείγματα καλλυντικών δωρεάν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distribute