hampe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔɑ̃p/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hampe hampes

hampe (fr) θηλυκό