hairy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | hairy |
συγκριτικός | hairier |
υπερθετικός | hairiest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]hairy (en)
- μαλλιαρός, τριχωτός, καλυμμένο με πολλά μαλλιά
- ↪ hairy chest - μαλλιαρό/τριχωτό στήθος
- (ανεπίσημο) για δύσκολο πρόβλημα, ευαίσθητο ζήτημα, κλπ.
Πηγές
[επεξεργασία]- hairy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 521, 894. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:hairy"> , λήμμα: μαλλιαρός, τριχωτός