graduate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
graduate graduates

graduate (en)

  • ο/η πτυχιούχος
    A graduate is presumptively educated.
    Ένας πτυχιούχος είναι κατά τεκμήριο μορφωμένος.
ενεστώτας graduate
γ΄ ενικό ενεστώτα graduates
αόριστος graduated
παθητική μετοχή graduated
ενεργητική μετοχή graduating

graduate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφοιτώ, παίρνω το πτυχίο μου από πανεπιστήμιο ή κολέγιο
    She graduated from university with honors.
    Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο με άριστα.
    He graduated from Cambridge/with a law degree.
    Πήρε πτυχίο από το Καίμπριτζ/στα νομικά.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, αμερικανική σημασία) αποφοιτώ, τελειώνω τη φοίτησή μου σε οποιοδήποτε εκπαιδευτικό ίδρυμα
    He graduated from high school with honors.
    Αποφοίτησε από το λύκειο με άριστα.
  3. (μεταβατικό, αμερικανική σημασία) δίνω πτυχίο σε κάποιον
    Our university graduated 300 students last year.
    Το πανεπιστήμιο μας έδωσε πτυχία σε 300 σπουδαστές πέρυσι.