gonfler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

gonfler (fr)

  1. (μεταβατικό) φουσκώνω
    gonfler un ballon - φουσκώνω ένα μπαλόνι
  2. (αμετάβατο) (για μια πληγή, κλπ) πρήζω
    tu as trop gratté le bouton et il a gonflé - το έξυσες το σπυρί και πρήχτηκε
  3. (μεταφορικά) (μεταβατικό) « πρήζω », εκνευρίζω
    je l'ai gonflé avec mes questions - τον έπρηξα με τις ερωτήσεις μου

Συγγενικά

[επεξεργασία]