glas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glas (bs)

  1. η φωνή
  2. η ψήφος



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glas (br)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
glas < μεσαιωνική λατινική °classum < λατινική classicum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡlɑ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
glas glas

glas (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glas (da) ουδέτερο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glas (hr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glas (nl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glas (sr)

  • λατινική γραφή του глас



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glas (sv) ουδέτερο