Το ποδόσφαιρο είναι ένα ομαδικό άθλημα που παίζεται σε όλο τον κόσμο, το παρακολουθούν πάρα πολλοί, λίγοι από κοντά, στο γήπεδο και πολύ περισσότεροι στην τηλεόραση και μέσω διαδικτύου. Ανάμεσα στους οπαδούς του είναι και πολλοί παθιασμένοι και ο σκοπός του παιχνιδιού, το γκολ, φέρνει πανηγυρισμούς στη μια ομάδα και στενοχώρια στην άλλη. Δυστυχώς υπάρχουν και οπαδοί που συμμετέχουν σε αντικοινωνική συμπεριφορά, όπως η οπαδική βία. Στην Κατηγορία:Αθλητισμός (νέα ελληνικά) έχουμε 410 λήμματα, και αρκετά από αυτά αφορούν το ποδόσφαιρο. Αν σας ενδιαφέρει το θέμα, εμπλουτίστε το Βικιλεξικό με σχετικά λήμματα (δημιουργήστε νέα λήμματα) ή διορθώστε υπάρχοντα λήμματα ή συμπληρώστε παραθέματα. Δείτε εδώ για πληροφορίες και ιδέες για συνεισφορά.


girlfriend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
girlfriend girlfriends

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
girlfriend < girl friend

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

girlfriend (en)

  1. η φιλενάδα, η φίλη, το κορίτσι, η γκόμενα, ένα κορίτσι ή μια γυναίκα με την οποία κάποιος έχει ρομαντική ή σεξουαλική σχέση
    ⮡  His girlfriend left him.
    Τον παράτησε η φιλενάδα του.
    ⮡  my son’s girlfriend - η φίλη του γιου μου
    ⮡  He came with his girlfriend.
    Ήρθε με το κορίτσι του.
    ⮡  She is my girlfriend.
    Αυτή είναι η γκόμενα μου.
  2. η φιλενάδα, η φίλη
    ⮡  She went to the movies with her girlfriends.
    Πήγε στο σινεμά με τις φιλενάδες της.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]