gauche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gauche < gauchir < παλαιά γαλλική gauchier. H λέξη απέκτησε τη σημασία αριστερός κατά το 16ο αιώνα, αντικαθιστώντας την αρχική senestre

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡoʃ/
      ενικός         πληθυντικός  
gauche gauches

Επίθετο

[επεξεργασία]

gauche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αριστερός (που βρίσκεται αριστερά)
     συνώνυμα: bâbord, sénestre
  2. αδέξιος
  3.  συνώνυμα: balourd, maladroit
  4.  αντώνυμα: adroit
  5. κακοφτιαγμένος, στραβός, στραβωμένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gauche (fr) θηλυκό

  1. καθετί που βρίσκεται στην αριστερή μεριά ή πλευρά σε σχέση με κάτι ή κάποιον
  2. (πολιτική) η αριστερά
      ενικός         πληθυντικός  
gauche gauches


Συγγενικά

[επεξεργασία]