gate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
gate gates

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gate (en)

  1. η πύλη
  2. (μετρήσιμο) η πύλη επιβίβασης, σε ένα αεροδρόμιο
    to all gates - προς όλες τις πύλες επιβίβασης



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gate (no)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]