gastralgie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gastralgie | gastralgies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gastralgie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
gastralgie | gastralgies |
gastralgie (fr) θηλυκό