funéraire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
funéraire funéraires

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
funéraire < δημώδης λατινική funerarius

Επίθετο

[επεξεργασία]

funéraire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με την κηδεία, νεκρώσιμος
    frais funéraires - έξοδα της κηδείας
  2. σχετικός με τάφο, που τιμά τη μνήμη ενός νεκρού, επιτύμβιος
    colonne funéraire - επιτύμβια στήλη
  3. (Καναδάς) salon funéraire: γραφείο τελετών

Συγγενικά

[επεξεργασία]