fruité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fruité | fruités |
θηλυκό | fruitée | fruitées |
Επίθετο
[επεξεργασία]fruité (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη fruit
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fruité | fruités |
θηλυκό | fruitée | fruitées |
fruité (fr)