freezer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
freezer | freezers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]freezer (en)
- ο καταψύκτης, ο ψυκτικός θάλαμος
ενικός | πληθυντικός |
freezer | freezers |
freezer (en)