forçage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
forçage < forcer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔʁ.saʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
forçage forçages

forçage (fr) αρσενικό

  1. ο εξαναγκασμός (πχ. ενός ζώου που το αναγκάζουν οι κυνηγοί να τρέχει)
  2. η τεχνητή καλλιέργεια ενός φυτού σε διαφορετικό χώρο ή εποχή από το κανονικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]